Επιμορφωτική Συνάντηση 1ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Πιερίας

 

 

Λιτόχωρο 9 Μαρτίου 2005

 

 

Εισηγητής: Δρ Ιωάννης Φύκαρης   Σχολικός Σύμβουλος 3ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας  Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Πιερίας

 

Θέμα: «Η δυναμική του διαλόγου στην προφορική επικοινωνία και την προσωπική έκφραση των μαθητών»

 

 

            Μελετώντας τα νέα δεδομένα των Επιστημών της Αγωγής διαπιστώνεται ότι υπάρχουν κάποιες λέξεις-κλειδιά, που οριοθετούν το νόημα της προφορικής έκφρασης αλλά και του διαλόγου σήμερα. Αυτές οι λέξεις είναι:

«επικοινωνία», «σχέση», «συνάντηση».

            Οι λέξεις αυτές παρότι χρησιμοποιούνται από πολλούς εναλλακτικά ή ταυτόσημα, ωστόσο, διαφοροποιούνται εννοιολογικά. Ως εκ τούτου, η αντιπαραβολή του περιεχομένου τους συντελεί στην αποσαφήνιση της σχέσης και της αντίστοιχης αλληλεπίδρασης τους προς τη δυναμική προώθηση του προφορικού λόγου στο σχολείο.

            Ειδικότερα, στόχος της προφορικής έκφρασης είναι η επικοινωνία, που αποτελεί τη διαδικασία με την οποία ένας πρωτουργός εκπέμπει ή στέλνει ένα μήνυμα δια μέσου κάποιου φορέα, σε κάποιον αποδέκτη και προκαλεί ένα αποτέλεσμα.

         

Σε κάθε επικοινωνία απαιτούνται πέντε (5) βασικά στοιχεία:

Α) Ο πομπός----- εκπέμπει το μήνυμα

Β) Ο δέκτης----- ο αποδέκτης του μηνύματος

Γ) Το μήνυμα--- δηλωτικό κάποιας σημασίας

Δ) Το μέσο------ ο τρόπος μετάδοσης του μηνύματος

Ε) Το αποτέλεσμα

 

          Κατά τη διαδικασία της επικοινωνίας αναπτύσσεται μια διαπροσωπική σχέση μεταξύ δυο ή περισσοτέρων προσώπων, που συνδέει τα πρόσωπα χωρίς να τα υποδηλώνει. Διαφαίνεται, δηλαδή, μια τάση αμοιβαιότητας, ένας αποδοτικός χαρακτήρας της επικοινωνίας. Πράγματι, όταν επιχειρούμε να επικοινωνήσουμε με κάποιον αναμένουμε την ανταπόκρισή του, κάτι το οποίο έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία για τα παιδιά.

                Η επιτυχία ή η αποτυχία της επικοινωνίας απαιτούνται μια σειρά από παράγοντες. Ειδικότερα ως αιτίες ημιτελούς ή αποτυχημένης επικοινωνίας αναφέρονται οι ακόλουθες:

·         Η φυσική τάση να κρίνουμε και να αξιολογούμε τις απόψεις των άλλων και η προδιαμορφωμένη εικόνα που έχουμε για τους άλλους, η οποία και επηρεάζει προκαταβολικά τις αποφάσεις μας.

·         Η φυσική και πνευματική μας κατάσταση.

·         Τα προσωπικά μας βιώματα, οι αξίες, οι πεποιθήσεις και οι στάσεις ζωής.

·         Οι προσωπικές αγωνίες και αντιστάσεις.

·         Η σύγκρουση των επιδιωκόμενων στόχων.

 

Προκειμένου να αποφευχθούν οι ανωτέρω στο σχολείο χρειάζεται να αναπτύσσεται σωστή και αποτελεσματική διαπροσωπική επικοινωνία, μέσω της διαμόρφωσης του κατάλληλου παιδαγωγικού κλίματος.

Στη διδακτική πράξη του σχολείου ο διάλογος χαρακτηρίζεται από ένα είδος διαλογικής επικοινωνίας, η οποία κάθε φορά διαφοροποιείται ανάλογα με την κοινωνική κατάσταση που διαμορφώνεται.

Ο γνήσιος διάλογος αποτελεί εκτός των άλλων και υπαρξιακό γεγονός που δεν περιορίζεται μόνο στη λεκτική μορφή των διαπροσωπικών σχέσεων. Σημαντικότερο από τη γλωσσική επικοινωνία είναι το γεγονός που συντελείται στα ενδότερα της ύπαρξης των διαλεγομένων.

Καθένα από τα πρόσωπα του διαλόγου έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στο νόημα της ζωής του άλλου και να βιώσει ένα συμβάν όχι μόνο από τη δική του αλλά και από την πλευρά εκείνου με τον οποίο συναντάται. Επομένως, ο εκπαιδευτικός οφείλει να αναμένει και να κατανοήσει το λόγο των μαθητών αλλά και το πώς εκφράζεται καθώς και ποιος είναι ο προσανατολισμός του λόγου αυτού.

Ως εκ τούτου, ο διάλογος είναι ένα υπαρξιακό και κοινωνικό γεγονός και αποτελεί ένα εργαλείο για κριτική συνειδητοποίηση του νοήματος που έχει η ύπαρξη και ο κόσμος, για μετασχηματισμό των κοινωνικών δομών για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου.

Ειδικότερα ο διδακτικός διάλογος αφορά τη διδακτική εκείνη εργασία, κατά την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα συνομιλούν μεταξύ τους και ανταλλάσσουν σκέψεις και γνώμες.

Σκοπός είναι τα δυο μέρη εκπαιδευτικός – μαθητές και μαθητής – μαθητής να φθάσουν σε αμοιβαία κατανόηση σχετικά με το ΤΙ ο καθένας σκέπτεται και βιώνει με αποτέλεσμα, ως ένα βαθμό, να κατορθώσουν να συμφιλιώσουν τις αντίστοιχες απόψεις τους.

Ο διάλογος, επομένως, αποσκοπεί στη συνεννόηση και τη συνύπαρξη και, κατ΄ επέκταση στην ανακάλυψη της αλήθειας μέσα από το εκάστοτε διδακτικό αντικείμενο.

Η διαλογική ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των συνομηλίκων αντιτίθεται στο μονόλογο και την αποκλειστική διαχείριση του λόγου. Οι συζητητές εκφράζουν, βέβαια, τους εαυτούς τους παίρνοντας όμως υπόψη τόσο τις απόψεις των άλλων όσο και τον κόσμο στον οποίο ζουν. Η όλη διαδικασία εξάλλου στηρίζεται στην ελεύθερη της σκέψης και στην ισοτιμία των προσώπων.

Συμπερασματικά, η έννοια και η δυναμική του διαλόγου στη σύγχρονη παιδαγωγική και διδακτική πράξη περιστρέφεται γύρω από δύο κεντρικούς και αλληλένδετους άξονες: Ο πρώτος, προσδιορίζεται από τη μεταξύ των διαλεγομένων διαπροσωπική επικοινωνία, σχέση και συνάντηση. Ο δεύτερος, ταυτίζεται με τη διαλογική μορφή διδασκαλίας, που αποτελεί το δυναμικότερο, ίσως, τρόπο έκφρασης του πνευματικού μας «είναι».

 

Πώς όμως θα μπορούσαν να καταστούν εφικτά τα ανωτέρω στη διδακτική πρακτική; Απαντώντας είναι δυνατόν να ειπωθούν τα ακόλουθα:

·         Κυρίαρχο στοιχείο είναι η εμπιστοσύνη στο λεκτικό τρόπο έκφρασης του παιδιού.

·         Παροχή ευκαιριών και δυνατοτήτων έκφρασης των μαθητών (στην ελληνική πραγματικότητα, δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος του διδακτικού χρόνου καταναλώνεται από τον εκπαιδευτικό).

·         Παρατήρηση και έλεγχος του τρόπου έκφρασης των μαθητών στις ελεύθερες δραστηριότητες και στο διάλειμμα.

·         Ο εκπαιδευτικός οφείλει να εξελιχθεί σε καλό ακροατή και να δείχνει ανεκτικότητα στον τρόπο προφορικής έκφρασης των μαθητών, ακόμα κι αν κάποιες φορές εκδηλώνουν ακραίες ή και υβριστικές φράσεις. Ταυτόχρονα, η παρέμβαση του πρέπει να είναι ΥΠΑΡΚΤΉ, ΑΜΕΣΗ αλλά κυρίως ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ, χωρίς να απευθύνεται προσβλητικά στην οντότητα και την προσωπικότητα του παιδιού.

 

Το παιδί, όπως και ο ενήλικας έχει ανάγκη επικοινωνίας, ενώ, ταυτόχρονα, το είδος και η ποιότητα της έκφρασης έχει πολλαπλούς παράπλευρους στόχους, πέραν της αυτής καθαυτής της επικοινωνίας, όπως:

Η αποδοχή από την ομάδα, η συμμετοχή, η συμβολή σε μια κοινή προσπάθεια, η επίδειξη ή και ανάδειξη του προσωπικού Εγώ.

 

Όλα τα ανωτέρω θα αναδυθούν και θα εκδηλωθούν στο χώρο ου σχολείου, που αποτελεί το χώρο των πρώτων κοινωνικών επαφών του παιδιού αλλά και της συνάντησης των διαφορετικών γλωσσικών εμπειριών και βιωμάτων της οικογενειακής υποκουλτούρας καθώς και της κουλτούρας της τοπικής κοινότητας. Άρα, το σχολείο πρέπει να δημιουργεί εκείνες τις καταστάσεις δυνατότητας ποικίλης γλωσσικής έκφρασης με ανάδειξη των διαφορών αλλά και των πλαισίων γλωσσικής έκφρασης.