ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ
(Συνοπτικά) 
Από τον Οχτώβρη 1940 μέχρι τον Οχτώβρη 1944

 Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1940 οι κάτοικοι του Λιβαδιού – όπως και των πόλεων και χωριών – ασχολούνταν με τα ειρηνικά τους έργα, χωρίς να υποπτεύονταν την ιταλική φασιστική επίθεση που ακολούθησε.

Θερίστηκαν και αλωνίστηκαν τα σιτάρια, μαζεύτηκαν τα καλαμπόκια και οι πατάτες. Γιορτάστηκε ο τρύγος στα πολλά τότε λιβαδιώτικα αμπέλια. Γέμισαν τ’ αμπάρια και τα κατώγια καρπούς της γης πολύτιμους. Γέμισαν τα βαρέλια και οι νταμιτζάνες με το καλό κρασί και τσίπουρο που με μεράκι ετοίμασαν οι κάτοικοι, για να περάσουν χαρούμενα τις βαριές και γιορτινές μέρες και νύχτες του χειμώνα. Γέμισαν οι στάβλοι, οι αποθήκες και οι αυλές από άχυρο, για να εξασφαλίσουν την τροφή στα χιλιάδες καλοζωισμένα μουλάρια, που αποτελούσαν το κύριο μεταφορικό μέσο της εποχής, μαζί με τα λίγα και περήφανα άλογα και τα πολλά συμπαθητικά γαϊδουράκια.

Πρώτη μεγάλη χειμωνιάτικη γιορτή ο Αϊ – Δημήτρης και – καθώς οι Δημητράδες και Τάκηδες ήταν αμέτρητοι, όπως και τώρα – το χωριό γλέντησε με κέφι και χαρά τη μέρα και προπαντός τη νύχτα του Αϊ – Δημήτρη. Στις 27 Οκτώβρη οι κάτοικοι, μετά το γιορτινό ξεφάντωμα της προηγούμενης μέρας, ξεκίνησαν πάλι για τις ειρηνικές δουλειές τους: Να δουλέψουν τα χωράφια τους, να φροντίσουν τα αμέτρητα κοπάδια γιδοπρόβατα, να περιποιηθούν τα ζωντανά μεταφορικά τους μέσα, να ασχοληθούν με τις καθημερινές τους φροντίδες.

Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση και τα ραδιόφωνα στο χωριό ήταν λιγότερα από τα δάχτυλα του ενός χεριού. Τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε τηλέφωνα στα σπίτια. Το τηλεφωνείο του χωριού δεν λειτουργούσε παρά λίγες ώρες κάθε μέρα κι αυτό με δυσκολία.

Έτσι, το ξημέρωμα της 28ης Οχτώβρη 1940 δεν ήταν εύκολο να καταλάβουν πως η ειρηνική τους διαβίωση διακόπηκε βίαια. Πόλεμος! Άνανδρη και απροειδοποίητη επίθεση «πάνω κει στις Πίνδου μας τις κορφές» από τις φασιστικές μεραρχίες και τα αεροπλάνα του Μπενίτο Μουσουλίνι, που πίστευε πως με τον αιφνιδιασμό θα δημιουργούσε σύγχυση στο λαό μας.

Πρωί πρωί, στις 28 Οχτώβρη, με το σύνθημα πόλεμος και επιστράτευση, η Ελλάδα ολόκληρη γιόρταζε! Με κέφι και ενθουσιασμό οι άντρες εγκατέλειπαν τις δουλειές και τις περιουσίες του, αποχαιρετούσαν με φιλιά τους δικούς τους. Οι γυναίκες, σύζυγοι, μητέρες και αδελφές, αμήχανες και με αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους αποχωρίζονταν τους συζύγους, πατεράδες, αδελφούς. Πολλοί αποχωρίστηκαν έτσι για πάντα, αφού το εχθρικό βόλι έκοψε το νήμα της ζωής τους, πριν καλά τη νιώσουν, πριν τη χαρούν.

Μαζί με την επιστράτευση των ανδρών επιστρατεύθηκαν κα τα μουλάρια, τα οποία στερήθηκαν οι μεγάλοι που έμειναν έξω από την επιστράτευση.

Στα κακοτράχηλα αλβανικά βουνά, με κύριο όπλο τη ξιφολόγχη, με την πολεμική κραυγή «αέρα», με απαράμιλλο θάρρος και αφάνταστο ενθουσιασμό, τα στρατευμένα παιδιά απέκρουσαν τους φασίστες έξω από το ελληνικό έδαφος. Κατέλαβαν την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, τη Χιμάρα, την Πρεμέτη, τους Άγιους Σαράντα και άλλες πόλεις και χωριά, που στην πλειοψηφία κατοικούνταν από Βορειοηπειρώτες με ελληνική συνείδηση.

Μεγάλος εχτρός για το Στρατό μας προστέθηκε ο βαρύς χειμώνας, που προκάλεσε κρυοπαγήματα και ακρωτηριασμούς σε αμέτρητους στρατιώτες. Ίσως αυτός ήταν ο χειρότερος εχτρός.

Η ζωή στο χωριό άλλαξε. Οι μεγαλύτεροι άντρες και οι παππούδες υποχρεώθηκαν, από τις ανάγκες για επιβίωση και για να προστατέψουν το βιός τους, να εργάζονται πάνω από τις δυνάμεις τους. Οι γυναίκες βρήκαν αναγκαστικά και άλλη απασχόληση. Έπρεπε να βοηθήσουν και αυτές σε όλες τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες, πρόσθετα από το βαρύ φορτίο της όλης σπιτικής φροντίδας και επί πλέον να βρίσκουν χρόνο να πλέκουν (με το φως της γκαζόλαμπας, όταν και αυτή υπήρχε) φανέλες, πουλόβερ, κάλτσες, κασκόλ, για να στείλουν στα φανταράκια που πολεμούσαν, φύλαγαν σκοπιά ή άνοιγαν αμπριά στο παγωμένο έδαφος. Λαχτάρα τους πότε θα φέρει ο ταχυδρόμος τα χωρίς φάκελο ταχυδρομικά δελτάρια, με λίγες σειρές λογοκριμένα γράμματα, για να στείλουν και αυτές τα δικά τους μηνύματα, να γράψουν τα νέα της οικογένειας, να δώσουν κουράγιο στα αγαπημένα τους πρόσωπα που πολεμούσαν για την πατρίδα και την οικογένειά τους.

Αμέσως μετά την επιστράτευση εκδηλώθηκε στο χωριό μια συγκινητική και πατριωτική αλληλεγγύη. Όσοι έμειναν, φρόντισαν, πριν πιάσει ο βαρύς χειμώνας να σπείρουν τα χωράφια των στρατευμένων παιδιών που ήταν περίπου 650 άτομα.

Την περίοδο αυτή τα σχολεία δεν λειτουργούσαν, καθώς οι δάσκαλοι είχαν επιστρατευτεί, τα χωράφια δεν είχαν εργατικά χέρια, τα γιδοπρόβατα τα φρόντιζαν μικρά παιδιά και παππούδες, ενώ το χωριό τα βράδια είχε συσκότιση, καθώς τα εχτρικά αεροπλάνα έκαναν επιδρομές για να σπάσουν το ηθικό των κατοίκων. Για τον κίνδυνο των βομβαρδισμών αρκετές οικογένειες από Ελασσόνα και Λάρισα, από Κατερίνη και Θεσσαλονίκη μαζεύτηκαν στο χωριό, ελπίζοντας να ζήσουν λιγότερο τις συνέπειες του πολέμου.

Οι νέοι του χωριού έκαναν παρέα και θαύμαζαν τους τραυματίες και κρυοπαγημένους φαντάρους και τραγουδούσαν μαζί τους πατριωτικά τραγούδια. Ο τραυματίας Γιώργος Προκόβας (αδελφός του Μήτσιου Προκόβα, προέδρου για χρόνια πολλά του Συλλόγου Λιβαδιωτών Αθήνας) μάζευε κοντά του πολλούς νεολαίους και γύριζαν, διαδηλώνοντας και τραγουδώντας, από το κιόσκι μέχρι τον πλάτανο της Παναγίας.

Για τους τότε δασκάλους και τα σχολεία ακούσατε από τον καλό πατριώτη και άριστο καθηγητή Κώστα Προκόβα λεπτομέρειες. Εγώ νοιώθω την ανάγκη να υπογραμμίσω ότι οι περισσότεροι δάσκαλοι ήταν Λιβαδιώτες. Στη μνήμη μου, με αλφαβητική σειρά έρχονται οι: Λευτέρης και Όλγα Γκούμα, Μαργαρίτα Νίτση – Μεζίλη, Κώστας Νίτσης, Γλυκερία και Στέλλα Οικονόμου, Σοφία Ταζέ – Νίτση, Τάκης Χατζημιχάλης, καθώς και ο μη Λιβαδιώτης Μπρέντας Χρήστος που τραυματίστηκε και έμεινε ανάπηρος, με κομμένα τα δυό του πόδια.

Καθώς ο στρατός του Μουσουλίνι είχε χάσει το ηθικό του, αδίστακτος ήρθε ο ηγέτης της ναζιστικής Γερμανίας, Αδόλφος Χίτλερ, που έβλεπε ότι έχανε χρόνο για τα σχέδιά του να επιτεθεί κατά της τότε Σοβιετικής ΄Ενωσης. Τώρα όμως είχαμε συμμάχους τους Άγγλους, που λογάριαζαν να πολεμήσουν μαζί μας. Βρετανικός στρατός, που αποτελούνταν από Άγγλους, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και Κυπρίους, έπιασε θέσεις στα Πιέρια, στο Σαραντάπορο, στον κάμπο μεταξύ Δολίχης και Κοκκινόγης, ενώ μονάδα βρέθηκε και στο Λιβάδι, στήνοντας ένα αντιαεροπορικό πολυβόλο στο κιόσκι, όπου τώρα η παιδική χαρά.

Στις 6 του Απρίλη 1941, απροειδοποίητα και χωρίς προσχήματα, οι χιτλερικές ορδές επιτέθηκαν κατά της Ελλάδας. Και ενώ στα βουλγάρικα σύνορα ο Στρατός αντιστέκονταν ηρωικά στο αλβανικό μέτωπο μια ομάδα επίορκων στρατηγών και άλλων αξιωματικών, με επί κεφαλής το Στρατηγό Τσολάκογλου, αγνόησε κυβέρνηση και Γενικό Επιτελείο, συνθηκολόγησε με τους Γερμανούς και εγκατέλειψε στο έλεος των εχτρών το Στρατό μας. Έτσι αχρηστεύτηκε η αμυντική γραμμή που ετοίμαζε η Ελλάδα στην οροσειρά των Πιερίων που έφτανε στην Πέτρα, τη Μόρνα, το Χαΐδάρι, τη Σιάπκα.

Τη γερμανική εισβολή έζησε το Λιβάδι, πριν την κατοχή, καθώς γερμανικά αεροπλάνα περνούσαν από το χωριό, βομβαρδίζοντας τα στενά του Σαραντάπορου, ενώ πυροβολούσαν με τα μυδράλια τους μέσα στο χωριό, σκορπώντας τρόμο και πανικό, ευτυχώς, χωρίς θύματα.

Αμέσως μετά την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου, άρχισε η δραματική και άτακτη διάλυση των στρατιωτικών μας μονάδων. Πεινασμένοι και απογοητευμένοι, κατάκοποι και πολλές φορές ξυπόλυτοι, οι λεβέντες στρατιώτες μας πήραν το δρόμο προς τα χωριά τους χωρίς, φυσικά, κανένα μεταφορικό μέσο, χωρίς ούτε τροφή. Γύριζαν μερόνυχτα από χωριό σε χωριό, μέχρι να φτάσουν στα σπίτια τους, ζητιανεύοντας μια φέτα ψωμί. Μέρες πολλές στους δρόμους του χωριού μας, αμέτρητοι ήταν αυτοί οι εξαντλημένοι οι οδοιπόροι. Συγκινητική ήταν η συμπαράσταση των Λιβαδιωτών και Λιβαδιωτισσών, που πρόσφεραν πρόθυμα από το υστέρημά τους, καθώς στα πρόσωπα αυτών των στρατιωτών έβλεπαν τα δικά τους στρατευμένα παιδιά, που ίδια δοκιμασία και ταλαιπωρία γύριζαν κάτω από όμοιες συνθήκες σε άλλες περιοχές, σε άλλα χωριά, μέχρι να φτάσουν κοντά στους δικούς τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η υποδοχή των πεινασμένων έτυχε τις μεγάλες μέρες της Χριστιανοσύνης, πριν, κατά και μετά το Πάσχα του 1941, εφιαλτικό για όσους το έζησαν.

Δεν άργησε η πρώτη παρουσία των κατακτητών στο χωριό. Από το κιόσκι αντικρίζαμε τα γερμανικά αυτοκίνητα να περνούν από το Μαρούλι και να ανηφορίζουν για το χωριό. Οι κάτοικοί ανήσυχοι, φοβισμένοι. Οι κοινοτικοί άρχοντες, με επικεφαλής τον τότε πρόεδρο και καλό πατριώτη Αντωνάκη Κυλώνη, βγαίνουν μπροστά και δεν εγκαταλείπουν το καθήκον τους. Η «υποδοχή» έγινε στο ύψος περίπου της σημερινής καφετέριας «Έκσταση», απέναντι από το σημερινό διδακτήριο, όπου υψώθηκε «λευκή σημαία» σε ένα μεγάλο κοντάρι του Αγίου Κωνσταντίνου, σημάδι ότι το χωριό δεν τους αντιστέκεται. Βλέμματα βλοσυρά, άγρια, πολεμικά. Ο επικεφαλής ταγματάρχης, ένας μετρίου αναστήματος ξανθός με ματογυάλια, δεν σπάζει ούτε ίχνος χαμόγελου, ούτε υπόνοια ανθρωπιάς. Οι εντολές του ήταν απόλυτες: να παραδοθούν αμέσως όσα τρόφιμα και άλλα είδη είχαν μαζέψει στα σπίτια τους οι χωριανοί μας από τις αγγλικές αποθήκες στην περιοχή Δολίχης – Κούλιας, που εγκαταλείφθηκαν με την υποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων.

Ήταν 21 Απρίλη 1941, όταν οι Γερμανοί πρωτοήρθαν στο Λιβάδι, όπου όμως, λίγες μέρες πριν, δύο Νεοζηλανδοί στρατιώτες, που χάθηκαν από τη μονάδα τους, χρησιμοποίησαν για κατάλυμα την παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Δέχτηκαν, με φόβο, τη λιβαδιώτικη φιλοξενία και τα ελάχιστα τρόφιμα που χρειάζονταν και μπορούσαν να δώσουν οι ανώνυμοι. Έγινε πρόταση να τους προωθήσουν Λιβαδιώτες προς την ποταμιά Ελασσόνας, όπου ακόμα υπήρχαν αγγλικές μονάδες. Αρνήθηκαν ή φοβήθηκαν και έμειναν στην εκκλησία, και την ίδια μέρα της πρώτης επίσκεψής τους, παραδόθηκαν στους Γερμανούς, που τους πήραν μαζί τους. Ήταν συγκινητικό και συγκλονιστικό να τους βλέπεις, την ώρα που ξεκινούσαν τα αυτοκίνητα, αυτοί οι λεβέντες να χαιρετούν με το γνωστό βρεττανικό σήμα της νίκης. Ο κύκλος της ζωής τους όμως έκλεινε. Πριν φτάσουν στην Ελασσόνα, κάπου στις Πλακόπετρες οι ναζί σκότωσαν τους δύο αιχμαλώτους, παραβιάζοντας το Διεθνές Δίκαιο που – υ ποτίθεται ότι – προστατεύει τον αιχμάλωτο πολέμου.

Όλα γκρεμίστηκαν. Βρήκε το νόημα ο στίχος του εθνικού ποιητή, καθώς όλα «τα σκιάζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Όμως, «του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει!». Παρά το μούδιασμα, το φόβο, την απογοήτευση, νωρίς – νωρίς, άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα της αντίστασης, της Εθνικής μας Αντίστασης. Η πατρίδα σκλαβώθηκε, η ελευθερία φυλακίστηκε, ο φόβος και ο Χάρος ξαπλώνει παντού. Η ελληνική παράδοση, όμως δεν μπορεί να αποκοπεί. Με πολλή προσοχή άρχισε η απόκρυψη όπλων από πολλούς συμπατριώτες μας. Φροντίδα γενικότερη να μη χαθεί η ελπίδα , να καλλιεργηθεί πνεύμα εθνικής ενότητας και αλληλεγγύης, να μην υπάρξει όποιας μορφής συνεργασία με τους κατακτητές. Δημοκρατικοί πολίτες και παλαιοί κομμουνιστές συζητούν μυστικά μεταξύ τους, ανταλλάζουν απόψεις για τον τρόπο οργάνωσης του αγώνα κατά του κατακτητή, του αγώνα για το δυνάμωμα του Εθνικού φρονήματος. Στα χνάρια της παλιάς που ήξεραν από το σχολείο, που είχαν διδαχτεί από τους παλαιότερους δασκάλους, οι ανήσυχοι Λιβαδιώτες, από τους πρώτους μήνες της κατοχής, δημιούργησαν την πρώτη αντιστασιακή τους οργάνωση, τη νέα Φιλική Εταιρία για τους μεγάλους, το Θεσσαλικό ιερό λόχο για τους νέους. Η ίδρυσή τους τοποθετείται στα τέλη Μάη του 1941, με κύριο αρχικό ρόλο το δυνάμωμα του εθνικού φρονήματος, καθώς μάλιστα άρχισε η ρουμάνικη προπαγάνδα από τους περίφημους «λεγεωνάριους», τους πουλημένους λίγους βλαχόφωνους της επαρχίας Ελασσόνας και τους ηγετίσκους στη Λάρισα. Όνειρό τους ήταν να δημιουργήσουν στην καρδιά του κορμού της Ελλάδας (Θεσσαλία – Πίνδο – Ήπειρο) το «Βασίλειο της Πίνδου».

Το αντιστασιακό πνεύμα δυναμώνει, γίνεται όλο και περισσότερο οργανωμένο από τα τέλη 1941, καθώς ιδρύεται, στις 27 Σεπτέμβρη στην Αθήνα, η μεγάλη εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση που ξάπλωσε και αγκάλιασε όλη την Ελλάδα, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ. Πολλές υπερβολές, θετικές και αρνητικές, υπήρξαν στο πέρασμα του χρόνου, πολλές ακρότητες, όπως έγινε και σε κάθε προηγούμενη επαναστατική περίοδο. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετές δεκαετίες να μεσολαβήσει ένας, τραγικός για τα άμεσα και έμμεσα αποτελέσματα, εμφύλιος τετράχρονος πόλεμος, να καταλαγιάσουν τα πάθη, για να αναγνωριστούν και να τιμούνται από την ελληνική πολιτεία, ως αντιστασιακές οργανώσεις το ΕΑΜ, το ένοπλο αντάρτικο τμήμα του ο ΕΛΑΣ και η νεολαιίστικη οργάνωση του, η ΕΠΟΝ, η οποία στις τάξεις της συγκέντρωσε εξακόσιες περίπου χιλιάδες νέους και νέες της πατρίδας μας, με πλούσια αγωνιστική, πολιτιστική, κοινωνική και φιλανθρωπική δραστηριότητα. Οι οργανώσεις αυτές ήταν οι μόνες που ανέπτυξαν ανοιχτά αντιστασιακή δραστηριότητα στην επαρχία Ελασσόνας. Όλες οι πολιτικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις του τόπου μας αναγνώρισαν την πλούσια εθνική αυτών δράση, για την οποία δεν πρόκειται να γίνει μεγαλύτερη αναφορά εδώ.

Από τον Μάιο 1941 η επαρχία Ελασσόνας, όπως και όλη η Ελλάδα κάτω από τον Πλαταμώνα παραδόθηκε από τους Γερμανούς στους Ιταλούς κατακτητές. Αυτοί υπέθαλπαν την κίνηση των λεγεωνάριων. Το ιταλικό φρουραρχείο της Ελασσόνας προσπαθεί να δημιουργήσει ρήγματα στους βλαχόφωνους της επαρχίας, μαζί και στο λιβάδι. Παράγοντες της Ελασσόνας κάλεσαν από το Λιβάδι τους Στέργιο Δαντσούλη και Γιώργο Καρρά να κατέβουν στην Ελασσόνα για να συζητήσουν τη συμμετοχή των Λιβαδιωτών στην προδοτική κίνηση των λεγεωνάριων, ώστε να αποφύγουν επιτάξεις ζώων και τροφίμων, αλλά και σοβαρότερες συνέπειες. Οι καλοί αυτοί πατριώτες προκάλεσαν σύσκεψη πολλών συγχωριανών, όπου αποφασίστηκε να μη πηγαίνει κανένας στην Ελασσόνα για συζήτηση με τους λεγεωνάριους και να απαντήσουν ότι το λιβάδι είναι ξένο και αντίθετο προς τέτοιες κινήσεις, χωρίς να υποκύπτουν σε απειλές.

Η υπερήφανη και πατριωτική αυτή στάση των κατοίκων προκάλεσε την οργή των φασιστικών δυνάμεων, που, από τον Οχτώβρη 1942 άρχισαν επιδρομές στα κοπάδια, στα χωράφια, στο χωριό, ληστεύοντας μεγάλες ποσότητες πατάτας, σιτηρών, τυριών, μάλλινων και άλλων ειδών, ενώ με ημερομηνία 12-06-1942 το Ιταλικό φρουραρχείο Ελασσόνας έστειλε στον πρόεδρο της κοινότητας μας το εξής έγγραφο: «Κατόπιν διαταγής του Διοικητού του Σεβαστού Ιταλικού Φρουραρχείου, διατάσσομεν όπως αποστείλετε ημάς εκατόν πενήντα (150) πρόβατα, την Δευτέρα 15η τρέχοντος και ώραν 8η π.μ. Εάν η διαταγή μας δεν εισακουστεί επιβαρύνεται με ευθύνην ο κ. Πρόεδρος της Κοινότητας»! Άρχισε έτσι η επίσημη τρομοκρατία και καταλήστευση των Λιβαδιωτών, ώστε, σε έξι (6) μήνες περίπου, άρπαξαν 5000 γιδοπρόβατα, 150 αγελάδες, 1,000,000 οκάδες πατάτας, αμέτρητες ποσότητες τυριών, μαλλιών και άλλων ειδών. Στο μεταξύ οι κάτοικοι φροντίζουν να βρίσκουν τρόπους απόκρυψης των προϊόντων τους.

Χαρακτηριστική της εθνικής συνείδησης και πατριωτικής – κοινωνικής αλληλεγγύης των Λιβαδιωτών είναι το εξής περιστατικό:

Τον Φεβρουάριο 1942 ένα ιταλικό τμήμα στρατού ήρθε στο Λιβάδι και έμεινε μια εβδομάδα. Ο επικεφαλής αξιωματικός κάλεσε τους κτηνοτρόφους και ζήτησε σε μία μέρα να του φέρουν εξακόσια (600) πρόβατα, διέταξε να τα σφάξουν και να τοποθετηθούν στα κρεοπωλεία, ενώ από τον πρόεδρο της κοινότητας ζήτησε κατάλογο άπορων οικογενειών για να μοιράσει δωρεάν το κρέας. Μια ολόκληρη μέρα περίμεναν χωρίς να προσέλθει κανένας (παρά την πείνα που υπήρχε) για να πάρει ένα κομμάτι κρέας, δίνοντας ένα μάθημα ήθους, αξιοπρέπειας, κοινωνικής αλληλεγγύης και εθνικής υπερηφάνειας! Οι Ιταλοί οργισμένοι, έβρεξαν τα κρέατα με πετρέλαιο και τα έριξαν στους λάκκους.

Η μάχη της επιβίωσης ήταν πρώτο μέλημα. Από τη μια, η μάχη της σοδειάς σε όλο το θεσσαλικό κάμπο και όχι μόνο, με την παρότρυνση και την προστασία των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, είχε γίνει κύριο καθήκον για κάθε παραγωγό, για κάθε οικογενειάρχη. Από την άλλη, έπρεπε να εξασφαλιστούν τα αποθέματα τροφίμων, αλλά και να ανταλλαγούν με άλλα που δεν ήταν της δικής τους παραγωγής. Με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, παραγωγοί και αγωγιάτες με, σχεδόν αποκλειστικό, μεταφορικό μέσο τα μουλάρια τους, όργωναν πολλές περιοχές της Μακεδονίας, για να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους με άλλα που είχαν ανάγκη, κυρίως με λάδι, αλάτι και άλλα.

Με το πέρασμα του χρόνου, όσο η τρομοκρατία δυνάμωνε, τόσο αναπτύσσονταν και το αντιστασιακό πνεύμα, η αντιστασιακή – αντιφασιστική δράση, με όλες τις μορφές, μαζί και τον ένοπλο αγώνα στον οποίο μετέχουν αρκετές δεκάδες Λιβαδιώτες. Οι επιδρομές στα χωριά από τη μία τρομοκρατούσαν και σκορπούσαν συμφορά, απ΄ την άλλη πεισμάτωναν τον κόσμο που οργάνωνε την αυτοάμυνά του.

Στο Λιβάδι οι συλλήψεις, το πλατσικολόγημα (ακόμα και με άδειασμα σπιτιών από ό,τι πολύτιμο), οι επιδρομές και το κάψιμό σε αγροικίες, στάνες, καλύβες ήταν σχεδόν καθημερινές. Οι υπεύθυνοι του χωριού αποφασίζουν να δράσουν. Την ευκαιρία και αφορμή έδωσαν και πάλι οι φασίστες.

ΣΤΙΣ 18 Νοέμβρη 1942 ομάδα 7 Ιταλών φτάνει στο Λιβάδι. Την κίνηση παρατηρούν τα παρατηρητήρια των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Ειδοποιείται ο πληθυσμός κα φεύγει από το χώρο της πλατείας και άλλων δρόμων. Δίνεται το σύνθημα και μέσα στο χωριό, η πρώτη μάχη ανταρτών και δυνάμεων κατοχής στη Ελλάδα καταγράφεται στο Λιβάδι, χωρίς μέχρι σήμερα η ιστορία να την μνημονεύσει, ούτε να διδάσκεται στα σχολεία. Ένας Ιταλός δραπέτευσε κα ειδοποίησε στο φρουραρχείο του για τα γεγονότα. Στους δρόμους του χωριού πέφτουν αμέτρητοι πυροβολισμοί. Οι υπόλοιποι φασίστες συλλαμβάνονται και πληρώνουν με τη ζωή τους, για παραδειγματισμό για όσα όργια είχαν γίνει μέχρι τότε.

Για να ανταποδώσουν το χτύπημα, να μειώσουν τις αρνητικές για αυτούς εντυπώσεις και να εμψυχώσουν τους στρατιώτες τους, οι ιταλικές δυνάμεις οργάνωσαν μία επιχείρηση με πολλές και καλά οπλισμένες μονάδες και, στις 2 Δεκέμβρη 1942, ένα ολόκληρο τάγμα φασιστών έφτασε στο Λιβάδι, συνοδευόμενο από τους, γνωστούς πια, ντόπιους προδότες λεγεωνάριους, με άγριες διαθέσεις. Προχωρώντας για το χωριό, έκαιγαν, άρπαζαν, τρομοκρατούσαν με πυροβολισμούς τους φιλήσυχους Λιβαδιώτες στα μαντριά και στα χωράφια τους. Ένας καλόγερος, που ήταν αντάρτης, πυροβόλησε από την Αγία Τριάδα, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να στείλουν εκεί ένα απόσπασμα και να κάψουν τα όμορφα κελιά που φιλοξενούσαν παλαιότερα πολλούς καλόγερους και τις τελευταίες δεκαετίες τους κατοίκους του χωριού που έκαναν πολυήμερες διανυχτερεύσεις εκεί. Οι αντάρτικες δυνάμεις είχαν υπολογίσει μια τέτοια ενέργεια και ετοιμάστηκαν για μεγαλύτερο χτύπημα, σε συνεργασία με περισσότερες δικές τους δυνάμεις. Όπως συνήθως, ο πληθυσμός εγκατέλειψε τα σπίτια και το βιός του και κρύφτηκε στα γύρω βουνά. Έγιναν παραπλανητικές στρατιωτικές κινήσεις των ανταρτών. Με ενέδρα και αψιμαχίες Δολίχης – Λιβαδίου, με άλλες ενέργειες στην περιοχή ποταμιάς Ελασσόνας (όπου βρίσκονταν μεγαλύτερες ιταλικές μονάδες), δημιούργησαν πανικό στους φασίστες, που φοβήθηκαν μήπως κυκλωθούν και εξοντωθούν στο λιβάδι. Έτσι, ενώ οι λεγεωνάριοι και Ιταλοί άδειαζαν τα λιβαδιώτικα σπίτια και φόρτωναν τα κάρα και αυτοκίνητα με λάφυρα, δόθηκε η εντολή να φύγουν, πριν προλάβουν να κάνουν μεγαλύτερο κακό στο χωριό! Άφησαν ελεύθερους τους γέροντες που είχαν συλλάβει, πήραν 150 φορτία εμπορεύματα και οικοσυσκευές, δεν πρόλαβαν να κάψουν στο χωριό ούτε ένα σπίτι και έφυγαν πανικόβλητοι για τον φόβο να μην πέσουν σε αντάρτικη ενέδρα. Επιστρέφοντας στην Ελασσόνα, στις «πλακόπετρες» βρήκαν δύο φιλήσυχους και άοπλους Λιβαδιώτες που ανηφόριζαν για το χωριό και τους σκότωσαν! Τελευταία φορά μπήκαν Ιταλοί στρατιώτες στο Λιβάδι ήταν στις 21 Γενάρη 1943, όταν επιχείρησαν αιφνιδιασμό από την περιοχή της Φουσκίνας. Γρήγορα έγιναν αντιληπτοί, ο κόσμος πήρε το συνηθισμένο δρομολόγιο στα βουνά, οι Ιταλοί ασχολήθηκαν με το συνηθισμένο πλιάτσικο, χωρίς να προκαλέσουν θύματα ή άλλες καταστροφές. Από τότε και μέχρι την πρώτη γερμανική επιδρομή και πυρπόλησή του, το χωριό ανέπνεε ελεύθερο αέρα, πάντα με φόβο και αγωνία.

Ένα περιστατικό που δεν έχει άμεση σχέση με το Λιβάδι, είχε όμως δυσάρεστες συνέπειες για το χωριό. Στην περιοχή της Μόρνας – τα σημερινά Σκοτεινά – υπήρχε ένα μεταλλείο που εκμεταλλεύονταν οι Γερμανοί και έβγαζαν το μετάλλευμα χρώμιο, πολύτιμο για την πολεμική τους βιομηχανία, γι αυτό και υπήρχαν συνήθως ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις για να το φυλάγουν. Άλλη γνώμη είχαν τα παλικάρια του ΕΛΑΣ. Με μια καλά οργανωμένη επιχείρηση, στις 22 Φλεβάρη 1943, οι αντάρτικες δυνάμεις καταστρέφουν το μεταλλείο, συγκρούονται με τις γερμανικές δυνάμεις, γίνεται φονική μάχη με πολλούς ναζιστές νεκρούς και τραυματίες. Την επόμενη, 23 Φλεβάρη (τη μέρα που στην Αθήνα δέκα νεολαιίστικες αντιστασιακές οργανώσεις ιδρύουν την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, την ΕΠΟΝ των 600,000 νέων αγωνιστών και αγωνιστριών), στην Κατερίνη συντελείται ένα από τα αμέτρητα εγκλήματα των ναζί. 40 άτομα, άοπλοι και αθώοι πολίτες, μαζί και ο τότε Δήμαρχος Κατερίνης Ξανθόπουλος, εκτελούνται για αντίποινα στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Κατερίνης. Ανάμεσα τους και πέντε Λιβαδιώτες, τους οποίους θρήνησε το χωριό.

Το πρώτο κάψιμο δεν άργησε. Όπως γράφει ο δάσκαλος Λευτέρης Γκούμας, «Το Λιβάδι που στη μακρινή του ιστορία κατόρθωσε να κρατήσει ανέπαφη την αετοφωλιά του, έγινε ολοκαύτωμα το 1943».

Το χρονικό έχει ως εξής: Το πρωί της 21 Ιούνη 1943 μια γερμανική φάλαγγα από 100 αυτοκίνητα κινείται από Κοζάνη προς Λάρισα και συνοδεύει πολεμικό υλικό για τις ανάγκες των καταχτητών. Την είδηση πληροφορήθηκαν ενωρίτερα οι αντάρτικες δυνάμεις που αποφάσισαν να δώσουν ένα σκληρό μάθημα. Έστησαν καλές ενέδρες στα στενά του Σαρανταπόρου. Όταν όλη η φάλαγγα βρέθηκε στον κλοιό, δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Ακολούθησε σκληρή μάχη, με ελάχιστες απώλειες των ανταρτών, με πολλές δεκάδες νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους Γερμανούς. Κανένας δεν γλίτωσε. Όλα τα αυτοκίνητα και εφόδια καταστράφηκαν ή αποτέλεσαν πολύτιμα λάφυρα για τους αντάρτες και τους κατοπινούς αγώνες τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι ένας από τους επιτελικούς αυτής της επιχείρησης ήταν ο Λιβαδιώτης Νίκος Πάικος, ενώ συμμετείχαν και άλλοι πολλοί Λιβαδιώτες.

Οι Γερμανοί αντέδρασαν με το συνηθισμένο τρόπο. Μας χτύπησαν οι ένοπλοι; Εμείς θα χτυπήσουμε τους άοπλους! Από την 1 Ιούλη άρχισε μια μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση σε όλη την περιοχή. Δεξιά και αριστερά από το δημόσιο δρόμο, σκορπίζουν παντού τον τρόμο και το θάνατο. Έτσι, στις 3 του Ιούλη γερμανικός στρατός από πολλά σημεία κατευθύνεται και φτάνει στο Λιβάδι, όπου βρίσκονται μόνο γέροι και γυναικόπαιδα. Στο πέρασμα τους σκοτώνουν 12 άτομα, ανάμεσά τους και το μακεδονομάχο Αντώνη Ντάμπο, ενώ λίγες μέρες αργότερα 8 ακόμα. Το χωριό παραδίνεται στις φλόγες. Αφού ολοκληρώνουν το εγκληματικό τους έργο αποχωρούν παίρνοντας μαζί τους 600 μεγάλα ζώα και πολλά λάφυρα από τα σπίτια. Δεν ικανοποιήθηκαν, δεν χόρτασαν. Λίγες μέρες αργότερα, στις 17 του ίδιου μήνα, ξανάρχονται, περισσότερο βάρβαροι. Οι άντρες και οι νέοι προλαβαίνουν να φύγουν. Τα γυναικόπαιδα τα συγκεντρώνουν στο προαύλιο του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο παπάς ψέλνει στους ζωντανούς τη νεκρώσιμη ακολουθία, καθώς τα γερμανικά πολυβόλα είχαν ζώσει το προαύλιο του ναού. Μια γυναίκα έγκυος, από το φόβο, γέννησε μέσα στην εκκλησία, ένα κοριτσάκι, που ζει σήμερα στην Αμερική και ονομάστηκε Μαρίνα, καθώς, τη μέρα της γέννας της, ήταν η γιορτή της Αγίας Μαρίνας. Το χωριό ξανακάηκε. Συνολικά κάηκαν εντελώς τα δύο τρίτα και περισσότερα από το τότε σπίτια του χωριού, 600 τουλάχιστο, ενώ υπάρχουν και μισοκαμμένα. Φεύγοντας οι Γερμανοί άφησαν ερείπια.

Τώρα οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα στέγης και επιβίωσης. Πολλές οικογένειες φεύγουν για Κατερίνη, Ελασσόνα, αναζητώντας φιλοξενία σε συγγενικά πρόσωπα και φιλικά σπίτια, σε όσες ακόμα υπήρχαν αγροικίες και καλύβες. Κάηκε και το μεγάλο Δημοτικό Σχολείο και μένουν άστεγοι περίπου χίλιοι μαθητές, που παρακολουθούσαν μαθήματα από τους φιλότιμους δασκάλους τους. Τώρα τα μαθήματα γίνονται στους νάρθηκες και γυναικωνίτες των εκκλησιών.

Οι κάτοικοι του χωριού μας δεν έχασαν την ελπίδα, καθώς μάλιστα, έβλεπαν να χαράζει η λευτεριά. Το πρόβλημα της διατροφής, με μεγάλες οικονομίες και με ανυπαρξία χρήματος, το έλυσαν με την πατάτα, το καλαμπόκι, τον τραχανά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, κυρίως όμως με τη γενική αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια. Ο ένας έπαιρνε κουράγιο από τον άλλο.

Μετά το τελευταίο κάψιμο δεν ξαναπάτησε εχτρός στο χωριό. Οι τελευταίες μέρες της κατοχής φεύγουν. Οι κάτοικοι παρακολουθούν τις γερμανικές φάλαγγες να κατευθύνονται προς Κοζάνη. Χαίρονται και φοβούνται μαζί, καθώς από μακριά ακούγονται πυροβολισμοί των Γερμανών και τις νύχτες λάμπουν τα τροχιοδεικτικά βήματα. Στις 23 Οκτώβρη το βράδυ, φαίνεται ότι όλα τελειώνουν, αλήθεια, όμως τελειώνουν; Αργά το βράδυ φτάνει στο χωριό ένας αντάρτης καβάλα στο άλογο του και φέρνει το μήνυμα της απελευθέρωσης. Ο πρόχειρος τηλεβόας ξυπνάει τους κατοίκους και τους προσκαλεί: «Λαέ του Λιβαδίου, ξύπνα να χαρείς τη λευτεριά σου!».

Η λευτεριά ήρθε, με ερείπια, με θύματα, με καταστροφές. Όλοι χάρηκαν, λιγότερο όμως όσοι έχασαν δικούς τους ανθρώπους, κάτω από όποιες συνθήκες, στα δύσκολα χρόνια, με τις ατέλειωτες δοκιμασίες.

Η λευτεριά ήρθε: όμως άλλη περιπέτεια, άλλη σκληρή δοκιμασία περίμενε τον τόπο μας. Στον καιρό της κατοχής έπεσε ο σπόρος της διχόνοιας, για την οποία μιλάει και ο Σολωμός, ο εθνικός μας ποιητής. Τέσσερα χρόνια κράτησε ο αδελφοκτόνος εμφύλιος, με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες. Είναι άλλα κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας μας και της πιο πρόσφατης.

Σήμερα η πατρίδα μας ατενίζει με ψυχραιμία και αισιοδοξία το μέλλον της. Σήμερα η νέα γενιά βρίσκεται μακριά από εκείνα τα γεγονότα. Σήμερα η νέα γενιά αντιμετωπίζει νέα προβλήματα, νέους πειρασμούς, νέα οράματα. Πρώτος σύμβουλος πολύτιμος και πάλι ο δάσκαλος όλων των βαθμίδων. Πρέπει να συγχαρούμε τους δασκάλους του Δημοτικού Σχολείου Λιβαδίου, για την πρωτοβουλία να οργανώσουν τούτο το διήμερο, να μπολιάσουν τις μαθήτριες και τους μαθητές με όσα αυτό το διήμερο άκουσαν.

Γιάννης Τριάρχου
Λιβάδι, Απρίλης 2004